συρίκτρα

συρίκτρα
και σουρίχτρα, η, Ν
η σφυρίχτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (Ι) / σουρίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. ξύσ-τρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό Ασκήσεων Πεζικού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”